- μεγαλοφάνταστος
- -η, -ο1. αυτός που έχει μεγάλη φαντασία2. αυτός που απορρέει από μεγάλη φαντασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -φανταστος (< φαντάζομαι), πρβλ. ευ-φάνταστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.